μακροκέρκων

μακροκέρκων
μακρόκερκος
long-tailed
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόλερος — κόλερος, α, ον και κολερός, ά, όν (Α) (για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ ερος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”